φιβροΐνη

φιβροΐνη
η, Ν
χημ. ωχροκίτρινο ινώδες πρωτεϊνικό υλικό από το οποίο αποτελείται η ίνα τού μεταξιού καθώς και η ίνα τού ιστού τής αράχνης και οι βόμβυκες τών εντόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. fibroine < λατ. fibra «ζωική ή φυτική ίνα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αλανίνη — Οργανική χημική ένωση (αμινοξύ των πρωτεϊνών). Είναι σώμα στερεό, με υπόγλυκη γεύση, αποσυντίθεται στους 295°C και κρυσταλλώνεται κατά το μονοκλινές ή ρομβικό σύστημα. Βρίσκεται σε φυσική κατάσταση, σε δύο ισομερείς μορφές: την α α. (ενεργός ή… …   Dictionary of Greek

  • μετάξι — Πολύτιμη στιλπνή υφαντική ίνα, ζωικής προέλευσης, που παράγεται από την προνύμφη (μεταξοσκώληκας) του λεπιδοπτέρου Bombyx mori. Η επεξεργασία του μ. που έχει ως σκοπό την κατασκευή όσο το δυνατόν πιο ομοιόμορφης κλωστής από τα κουκούλια,… …   Dictionary of Greek

  • σερίνη — η, Ν (βιοχ.) κοινή ονομασία οργανικής ένωσης, τής β υδροξυαλανίνης, που αποτελεί φυσικό αμινοξύ το οποίο απαντά σε πολλούς ζωικούς και φυτικούς οργανισμούς και ιδίως στην φιβροΐνη τού μεταξιού και στις φωσφοπρωτεΐνες, όπως είναι η καζεΐνη τού… …   Dictionary of Greek

  • σκληροπρωτεΐνη — η, Ν συν. στον πληθ. οι σκληροπρωτεΐνες βιολ. ινώδεις πρωτεΐνες τών κυττάρων και τών ιστών, σημαντικότερες από τις οποίες είναι τα κολλαγόνα, οι κερατίνες, η φιβροΐνη, η ελαστίνη, η ρετικουλίνη κ.α. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

  • φιμπροΐνη — η, Ν (βιοχ.) η φιβροΐνη …   Dictionary of Greek

  • πρωτεΐνες — Οργανικές αζωτούχες ουσίες με μεγάλο μοριακό βάρος, οι οποίες σχηματίζονται με την ένωση πολλών μορίων αμινοξέων συνδεδεμένων με δεσμούς αμιδικού τύπου. Οι π. αναγνωρίστηκαν ως τα ουσιώδη αζωτούχα συστατικά του πρωτοπλάσματος από τον Μούλντερ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”