αλανίνη — Οργανική χημική ένωση (αμινοξύ των πρωτεϊνών). Είναι σώμα στερεό, με υπόγλυκη γεύση, αποσυντίθεται στους 295°C και κρυσταλλώνεται κατά το μονοκλινές ή ρομβικό σύστημα. Βρίσκεται σε φυσική κατάσταση, σε δύο ισομερείς μορφές: την α α. (ενεργός ή… … Dictionary of Greek
μετάξι — Πολύτιμη στιλπνή υφαντική ίνα, ζωικής προέλευσης, που παράγεται από την προνύμφη (μεταξοσκώληκας) του λεπιδοπτέρου Bombyx mori. Η επεξεργασία του μ. που έχει ως σκοπό την κατασκευή όσο το δυνατόν πιο ομοιόμορφης κλωστής από τα κουκούλια,… … Dictionary of Greek
σερίνη — η, Ν (βιοχ.) κοινή ονομασία οργανικής ένωσης, τής β υδροξυαλανίνης, που αποτελεί φυσικό αμινοξύ το οποίο απαντά σε πολλούς ζωικούς και φυτικούς οργανισμούς και ιδίως στην φιβροΐνη τού μεταξιού και στις φωσφοπρωτεΐνες, όπως είναι η καζεΐνη τού… … Dictionary of Greek
σκληροπρωτεΐνη — η, Ν συν. στον πληθ. οι σκληροπρωτεΐνες βιολ. ινώδεις πρωτεΐνες τών κυττάρων και τών ιστών, σημαντικότερες από τις οποίες είναι τα κολλαγόνα, οι κερατίνες, η φιβροΐνη, η ελαστίνη, η ρετικουλίνη κ.α. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek
φιμπροΐνη — η, Ν (βιοχ.) η φιβροΐνη … Dictionary of Greek
πρωτεΐνες — Οργανικές αζωτούχες ουσίες με μεγάλο μοριακό βάρος, οι οποίες σχηματίζονται με την ένωση πολλών μορίων αμινοξέων συνδεδεμένων με δεσμούς αμιδικού τύπου. Οι π. αναγνωρίστηκαν ως τα ουσιώδη αζωτούχα συστατικά του πρωτοπλάσματος από τον Μούλντερ… … Dictionary of Greek